- άνωγα
- ἄνωγα (πρκμ. επικ. με σημασία ενεστ.) (Α)1. (για βασιλείς και άρχοντες) παραγγέλλω, διατάσσω2. (μεταξύ ίσων και για κατώτερους) συμβουλεύω, παρακινώ, προτρέπω3. φρ. «αὐτὸν θυμὸς ἀνώγει» — η ψυχή του τον προτρέπει, τον αναγκάζει (Όμηρος).[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)-* + (θ. πρκμ.) ωγ - < *ōg -, που συνδέεται με το ἦ (< *ἦκ -τ < *ēg-t) «έλεγε», το γ' εν. πρόσ. παρατατικού του ημί*. Πρβλ. επίσης λατ. aiō (< *ăĝ -iō) «λέγω, ισχυρίζομαι, απαντώ καταφατικά» και ădăgio «παροιμία», αρμ., ar-ac «παροιμία» και ενεστ. asem «λέγω» αντί *acem, με υστερογενές -s- από IE. -k -].
Dictionary of Greek. 2013.